πεπονόφλουδα

πεπονόφλουδα
η
1. φλούδα του πεπονιού.
2. μτφ., σφάλμα, ατύχημα, δόλος, παγίδα: Την πάτησε την πεπονόφλουδα, την έπαθε ή έπεσε στην παγίδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεπονόφλουδα — η 1. η φλούδα τού πεπονιού 2. φρ. «πάτησε την πεπονόφλουδα» έπεσε σε παγίδα, τήν έπαθε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”